< ἁλίτῠπος
ἀλιφ- >
ἁλίτῡρος
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[ᾰλῐ-]
queso salado
ἀρτιπαγὴς ἁλίτυρος
AP
9.412 (Phld.).