< ἀλιτροσύνη
ἁλίτροχος >
ἁλίτροφος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
que se alimenta de la mar
de peces
φῦλα θαλάσσης
Opp.
H
.1.76,
ἁ. πώεα λίμνης
Nonn.
D
.5.182.