< ἁλίπλαγκτος
ἁλιπλᾰνής >
ἁλίπλακτος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
batido por el mar
γᾶ
de Tera
, Pi.
P
.4.14,
Σαλαμίς
S.
Ai
.597.