ἁλίζωνος, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -οιο Call.Fr.384.9]


ceñido por el mar ἁλιζώνοιο στείνεος Call.l.c., cf. SHell.991.54, 67, Κόρυνθος AP 7.218 (Antip.Sid.), ἔστεψεν ἁλιζώνου ῥάχιν ἰσθμοῦ Nonn.D.48.199.