< Ἀλιδράκα
ἁλίδροσος >
ἁλίδρομος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
que corre por el mar
δελφίς
Gr.Naz.M.37.754,
ναῦς
Nonn.
Par.Eu.Io
.6.17,
πορείη
Nonn.
D
.43.281.