< ἁλίδονος
Ἀλιδράκα >
ἁλίδουπος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
1
que hace retumbar al mar
Posidón, Orph.
H
.17.4.
2
rugiente
πόντος
Orph.
H
.58.7; cf. ἁλίγδουπος.