< ἁλίβρωτος
ἁλῐγείτων >
ἁλίγδουπος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
• Morfología:
[gen. -οιο Opp.
H
.5.423]
que retumba en el mar
Ζεύς
Opp.
H
.5.423, cf. Nonn.
D
.1.266, cf. ἁλίδουπος.