< Ἀλόπη
ἁλοπηγός >
ἁλοπήγιον
,
-ου, τό
salina
λιμνοθάλαττα, ἁλοπήγιον ἔχουσα
Str.7.4.7,
τῶν παρὰ τὸν ποταμὸν ἐκστάντες ἁλοπηγίων
Plu.
Rom
.25.