< ἁλμίζω
ἁλμοποσία >
ἁλμίων
,
-ονος
adj.
(el) salmuera
e.d.
picajoso
,
susceptible
ἀκράχολός τις ἄνθρωπος ἁλμίων ἐσκώφθη
Eust.1859.54,
del trágico Filocles
, Sch.Ar.
Au
.281.