< Ἁλιάδαι
Ἀλιάδες >
ἁλιάδας
,
-α, ὁ
• Prosodia:
[ᾰλιᾰ-]
hombre de mar
,
pescador
τίς ἂν φιλοπόνων ἁλιαδᾶν ...;
S.
Ai
.880.