< ἁλίφλοιος
ἁλιχευτρίς >
ἁλιφροσύνη
,
-ης, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
vanidad
,
arrogancia
,
suficiencia
νόσφιν ἁλιφροσύνης
Dioscorus 7.18, cf. Hsch.