< ἁλιπλᾰνής
ἁλίπλᾰνος >
ἁλιπλᾰνίη
,
-ης, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
correría marítima
,
navegación
μογερῆς παύσαθ' ἁλιπλανίης
AP
6.38 (Phil.).