< Ἁλικός
ἁλικρείων >
ἁλικρᾶς
,
-ᾶτος
• Grafía:
c. dif. acentuación ἁλίκρας, ἁλικράς, ἀλίκρας
mezclado con agua de mar
Ael.Dion.
α
74,
ν
7, Hdn.Gr.1.525.35, Eust.1559.50.