< ἁλικρείων
ἁλικρόκᾰλος >
ἁλικρήπῑς
,
-ῑδος
adj.
bordeado por el mar
ἄρουρα
Nonn.
D
.1.289,
γαῖα
Nonn.
Par.Eu.Io
.7.1.