< ἁλίευσις
ἁλιευτικός >
ἁλιευτής
,
-οῦ, ὁ
• Prosodia:
[ᾰ-]
pescador
Arist.
PA
693
a
23
•
fig.
Πιερίδων
Cerc.3.7,
de los apóstoles
ἁ. ψυχῶν ἀνθρωπίνων
Eus.M.24.544B.