< ἁλίειος
ἁλῐεργός >
ἁλιεργής
,
-ές
• Prosodia:
[ᾰ-]
1
que trabaja en el mar
Opp.
H
.4.635, cf.
ἁλιεργέα· ἐν θαλάσσῃ εἰργασμένα
EM
α
844.
2
ἁλιεργέα· ποργυροεργῆ
EM
α
844.