ἁλιαδίτης, -ου, ὁ


correo fluvial ἁλιαδιτῶν ὑπ[ηρετο]υμένων τῷ δημοσίῳ δρόμῳ PBeatty Panop.2.275 (III d.C.), encargado del servicio urgente ἁ. ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμου Wilcken Chr.405.6, PSI 1108.8, POxy.3623.8 (todos IV d.C.).