< Ἀδυάττης
ἁδύθεμον· >
ἁδύγλωσσος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾱδῠ-]
de dulce lengua
ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος
Pi.
O
.13.100.