< ἀδύνᾰτος
ἁδυπληθής >
ἁδυπάθημα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[ᾱδῠπᾰ-]
gozo
,
disfrute
,
placeres
σαρκός
Ath.
SHell
.226.