< ἀδρέπᾰνος
ἄδρεπτος >
ἁδρεπήβολος
,
-ον
1
ambicioso
περὶ τὰς πράξεις
Vett.Val.42.13, cf. 47.5.
2
subst. τὸ ἁ.
concepción elevada
περὶ τὰς νοήσεις
Longin.8.1.