ἁγής, -ές
dud.
1 santo, puro
ἁγέα κύκλονdel sol, Emp.B 47.
2 sacrílego, execrable, abominable
†ἁγεῖ† ΒουπάλῳHippon.19 (pero v. 1 ἄγος I 1), cf.
ἁγὴς ὁ μυσαρόςTz.H.13.315, ad Lyc.436.
• Etimología: Cf. ἅζομαι, ἅγιος, 1 ἄγος.
ἁγέα κύκλονdel sol, Emp.B 47.
†ἁγεῖ† ΒουπάλῳHippon.19 (pero v. 1 ἄγος I 1), cf.
ἁγὴς ὁ μυσαρόςTz.H.13.315, ad Lyc.436.