< Ἁγνόφιλος
ἀγνῦθες >
ἁγνόφῠτος
,
-ον
criado en la pureza
ἁγνοφύτου ῥίζης ἀγαθὸν βλάστημα ... κλαύσατ' ἐμὲ Πόλιτταν
IMEG
96.1 (imper.).