ἁγνισμός, -οῦ, ὁ


I purificación τὸν ἁγνισμὸν ἐποιήσαντο πάντες D.H.3.22, τοῖς ἁγνισμοῖς τοῖς πρὸ τῶν Θεσμοφορίων SIG 1219.19 (Gambrion, Misia III a.C.), τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρόν LXX Nu.6.5, cf. Eust.43.6.

II 1pureza, santidad Gr.Naz.M.37.957.

2 castidad Diad.Perf.35.