ἁγιστεύω
• Prosodia: [ᾰ-]
I
τελετὰς θεῶν εἰδὼς βιοτὰν ἁγιστεύεινE.Ba.74
•venerar, rendir culto en v. pas., de Filoctetes, Sch.Lyc.927S.
2 santificar, purificar
φόνου χεῖραςOrác. en Paus.10.6.7.
3 realizar el rito, oficiar el culto, oficiar
περὶ τὰ θεῖαPl.Lg.759d,
ἱερουργίανD.H.1.40, en v. pas.
ὅσα ἄλλα ἁγιστεύεταιPh.2.231.
II intr.
1 llevar una vida de santidad según ciertas normas, de sacerdotes y sacerdotisas, D.59.78,
πρεσβῦτις ἡ θεραπεύουσα τὸν Σωσίπολιν ... ἀγιστεύειPaus.6.20.2,
οὐ μόνον τὰ ἐς τὰς μίξεις ἀλλὰ καὶ ἐς τὰ ἄλλα ἁγιστεύειν καθέστηκε τὸν χρόνον τοῦ βίου πάνταPaus.8.13.1,
ἀπὸ παντὸς ἄγουςPolem.Hist.83.
2 de lugares, en v. med. ser considerado santo, ser santo
χωρία ἁγιστευόμεναStr.9.3.1, cf. D.H.1.40.