< ἁβροπέτηλος
ἁβρόπλουτος >
ἁβρόπηνος
,
-ον
de delicado tejido
προκαλύμματα
A.
A
.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.),
πέπλοι
Lyc.863.