< 3 ἄβρομος
ἀβρόντητος >
ἁβρόνοος
,
-η, -ον
de tiernos pensamientos
ἁβρονόη (Σελήνη)
Hymn.Mag
.20.22 (cj. en ap.crít., pero v.
PMag
.4.2547 y cf. ἀπρόνοος).