ἀήθεια, -ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -είη, jón. -ίη; ἀηθία E.Hel.418, EM 462.14G.
1 falta de costumbre
εἰς ἀήθειαν πίπτειE.Hel.418,
ἐν δέ οἱ ἦτορ πάλλετ' ἀηθείῃBatr.(l) 72,
τὰ δὲ παιδάρια ... πίπτουσιν ... ὑπὸ ἀηθίηςHp.Morb.Sacr.12.2,
ὄφρα κολῳὸν ἀηθείῃ φοβέωνταιA.R.2.1064
•carácter insólito, rareza c. gen. subjet.
τῶν λεχθέντωνPl.Ti.18c,
τι θαυμαστὸν ἀηθείᾳAristid.Or.50.7.
2 con gen. obj. inexperiencia, desconocimiento
του κακοπραγεῖνTh.4.55,
τόλμηςPlu.2.784d,
τῆς πτήσεωςGp.15.2.33,
ὑπὸ ἀηθείαςpor inexperiencia Pl.Tht.175d, Luc.DMar.6.2.