< Ἀάβ
ἀάγη >
ἀάβακτος
,
-ον
• Alolema(s):
-βηκτον
Et.Gud
.;
-βυκτον
Cyr.T., Cyr.C.p.197
indemne
Hsch.,
ἀ.· μέλαν, ἀβλαβές
Et.Gud
., cf. Cyr.T., Cyr.C.l.c.
• Etimología:
*ἀάϜακτος, cf. ἀάω.