< Αὐδουναῖος
ἄϋδρος >
ἀϋδρία
,
-ας, ἡ
sequía
,
aridez
τισι τόποις σύμφυτος
Pl.
Lg
.844a,
χώρας
Thphr.
HP
8.6.6,
BE
1976.267 (Esparta III a.C.?); cf. ἀνυδρία.