< ἀίδων
Ἀϊδωνεύς >
ἀϊδωναία
,
-ας, ἡ
aidonea
e.d.
infernal
de Hécate
ἀϊδωναία σκοτία τε
Hymn.Mag
.18.47, cf. ἀϊδώνιος.