ἀωροθάνᾰτος, -ον
• Prosodia: [-θᾰ-]


muerto prematuramente ἀ. ἀπέθανεν Ar.Fr.668 (pero cf. ἀωρί), ἀ. ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανών AB s.u.