< Ἄψορος
ἄψορρος >
ἀψόρροος
,
-ον
que refluye
,
refluyente
θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο
Il
.18.399, cf.
Od
.20.65, Hes.
Th
.776, Hp. en Erot.22.4, a causa de las mareas, Posidon.216; cf. ἀψίρροος.