< ἀψυχεί
ἀψυχία >
ἀψυχέω
1
medic.
desmayarse
,
desfallecer
ἀνακαθεζόμενος ἐς δίφρον ἠψύχησε
Hp.
Epid
.7.1, cf.
Mul
.1.36,
Morb
.2.5
•
en v. med.
estar sin aliento
δίκορσος εἰμί, καίπερ ἀψυχουμένη
An.Boiss
.3.453.
2
comportarse cobardemente
Phot.
α
3491.