< Ἄψυρτος
ἀψυχεί >
ἀψυχαγώγητος
,
-ον
1
poco ameno
ἀνάγνωσις
Plb.9.1.5.
2
adv. -ως
sin consuelo
πρὸς τοῦθ' ἕξων οὐκ ἀπορρᾳθυμήτως οὐδὲ ἀ. ἐννοῶ
Iul.
Or
.4.252a.