ἀχάνεια, -ας, ἡ
• Alolema(s): -νία Sud.s.u. φάρυγξ
1 vacío infinito
τοῦ ὀπίσω καὶ πρόσω αἰῶνοςM.Ant.12.7, cf. Syrian.in Metaph.60.5,
εἰς ἀχάνειαν λήγεινOlymp.in Mete.82.22,
ἡ τοῦ ἀπείρου ἀστάθμητος ἀ.Dam.Pr.53.
2 anat. cavidad
εἰς τὴν ἀχάνειαν ἔριον μαλακὸν ... ἐντίθεταιHeliod.(?) en Orib.46.19.12, cf. Paul.Aeg.6.107,
τοῦ στόματοςSch.Od.9.373, Sud.l.c.