< ἀχυρώδης
ἀχύρωσις >
ἀχυρών
,
-ῶνος, ὁ
• Alolema(s):
tb.
ἀχυρεών
Phot.
α
3469
pajar
,
IG
11(2).287A.149 (Delos III a.C.), cf. Phryn.
PS
9, Hsch.s.u.
ἄχυρος
, Arc.15.11,
An.Ox
.1.264.12,
Gp
.6.2.8.