< ἀχυροβολών
ἀχῠροθήκη >
ἀχυροδόκη
,
-ης, ἡ
pajar
ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα
X.
Oec
.18.7, cf. Hsch.s.u.
ἄχυρος
.