ἀχρήσιμος, -ον
inútil, inservible
ἐν ἀχρησίμῳ νῦν διαθέσειde tierras CPHerm.119re.4.9 (III d.C.),
ὥστε ἀχρήσιμόν μοι τὴν γεωργίαν γενέσθαιPCol.171.6 (IV d.C.),
ἀχρήσιμος ἔσται ἡ γονήde los asnos, Hippiatr.14.10, cf. Sopat.Rh.Tract.10.19, AB 456.17, An.Ox.4.112.18, Sch.Theoc.15.8b, Sch.Lyc.521, Hsch.s.u. ἀπευκταίοις.