ἀχρειότης, -ητος, ἡ
1 inutilidad, Gloss.2.254 (ap. crít.).
2 miseria
ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ ἔνδεια μεγάλη· ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶν τοῦ λιμοῦLXX To.4.13
•vileza
βλέπε ... μὴ ... ὑπὸ τῆς τρυφῆς οἱ παῖδες ὕβρεως καὶ πολλῆς ἀχρειότητος κακίαν γεννήσωσινPythag.Ep.5.4.