ἀχορήγητος, -ον
I
δύο] τν ἀχοργτνIG 13.254.4 (V a.C.).
2 no desprovisto de coros
οὐδὲ τοὺς μετὰ ταῦτα καιροὺς ἀχορηγήτους ἔασεν γενέσθαιIPr.113.73 (I a.C.), cf. Sud.s.u. Πυρρίχη.
II desprovisto de medios
ἀδύνατον ... τὰ καλὰ πράττειν ἀχορήγητον ὄνταArist.EN 1099a33, c. gen.
πόλις ... ἀ. τῶν ἀναγκαίωνArist.Pol.1288b32.