< ἀχλυόπεζα
ἀχλυόω >
ἀχλυοποιός
,
-όν
que produce niebla
τῆς τοῦ ἀνέμου τούτου (νότου) ἀχλυοποιοῦ φύσεως
Diad.
Perf
.75.