< ἀχθοφορία
ἀχθοφόρος >
ἀχθοφορικός
,
-ή, -όν
de carga
ζῶον
Basil.M.30.141B
•
relacionado con la carga
ἐκ μεταφορᾶς ἀχθοφορικῆς εἴρηται
Eust.1577.45.