ἀχθηδών, -όνος, ἡ
peso, carga
τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦA.Pr.26, cf. Pl.Cra.419c, Hsch.
•fig. molestia, fastidio op.
ἡδονήPl.Lg.734a, Th.2.37, Hp.Liqu.1, Aristid.Quint.57.33,
δι' ἀχθηδόναpor molestar Th.4.40,
μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσῃςno me atiendas a disgusto Luc.Tox.9,
ἀνοήτους ἀχθηδόνας τῇ ψυχῇ ἐπιφέρεινFauorin.de Ex.10.48, c. gen. obj.
δι' ἀχθηδόνα τῆς τοῦ Καίσαρος δυναστείαςD.C.42.13.4
•en un sent. físico desagrado, repulsión
τὰ κάκοσμα ... ὑπὸ ἀχθηδόνος φεύγειAret.CA 2.10.1,
ἀχθηδὼν ἐς πάνταAret.SD 2.6.3, cf. 2.13.18, c. gen. obj.
ἀχθηδόνι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦAret.CA 2.4.2.