< ἀχείμαστος
ἀχείμερος >
ἀχείμᾰτος
,
-ον
no molestado por las tormentas
ἀχείματον μ' ἔπεμπε σὺν πνοαῖς
A.
Supp
.136,
γαλένη
Rom.Mel.55.
εʹ
.4.