< ἀχείμερος
ἄχειρ >
ἀχείμων
,
ὁ, ἡ
1
no tempestuoso
θάλασσα
Nonn.
D
.4.246, cf. 228, 1.142.
2
ἀχείμονα· ἁγνήν
Hsch.