< ἀφυλαξία
ἀφύλισμα >
ἀφῡλίζω
decantar
σπονδὴν ... ἣν ἀσάλευτον ἀφύλισα
AP
6.191.5 (Corn.Long.), cf. Dsc.2.76.8 (var.),
EM
180.10G.