ἀφῐκάνω
• Prosodia: [-κᾱ-]
• Morfología: [sólo pres. e impf.]
llegar, alcanzar c. ac.
ἱστίη τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνωOd.14.159,
ἀκτὴν ΑἰαίηνA.R.4.849,
πεδίονQ.S.4.565, cf. 7.561,
κονίη νεφέλας ἀφικάνειOrph.H.38.12
•c. πρός y ac.
πρὸς τεῖχος ... ἀφικάνειIl.6.388
•c. ἐς, εἰς y ac.
ἐς ΤροίηνQ.S.8.245,
ἐς κλισίηνQ.S.8.497,
εἰς ΜινύαςOrph.A.111
•c. adv.
Ἄδμητος δ' ἀφίκανε ΦεραιόθενOrph.A.175.