ἀφόδευμα, -ματος, τό
• Grafía: graf. ἀνφω- PMag.13.240
excremento
ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμηνAesop.245,
εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομενVit.Aesop.G 67,
αἰλούρουDsc.Eup.1.89,
βοὸς ἀ. ξηρόνHorap.1.54,
κυνὸςPMag.l.c.,
κορκοδείλουPMag.13.245, pero identificado c.
Αἰθιοπικὴν γῆνen PMag.12.414
•estiércol
χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχαναGp.12.11
•plu.
τὰ ἀφοδεύματαSch.Ar.Pl.1185.