ἀφίστημι
• Alolema(s): jón. ἀπίσ- Hdt.1.95, etc.
• Morfología: [pres. ind. med. 3a plu., ἀπιστέαται Hdt.2.113, opt. ἀφισταίντ' Pi.P.4.145; aor. ind. 3a sg. ἀπέστασεν A.Ch.416, 3a plu. ἀφέστασαν Il.15.672, imper. ἀπόστα Men.Fr.158, 317, 3a plu. ἀποστησάτωσαν IG 7.303.19 (Oropo III a.C.), subj. ἀποστέωσι Hdt.3.15, inf. ἀποστᾶμεν IG 92(1).718.11 (Calio V a.C.); perf. ind. ἀφέστακα Il.4.340, ἀπέστηκα UPZ 93.2 (II a.C.), 3a du. ἀφέστατον Pl.Prm.161d, opt. 3a sg. ἀφεσταίη Od.23.101, part. nom. plu. ἀφεσταότες Il.17.375, inf. ἀφεστηκέναι Arist.Aud.801a39; plusperf. ἀφεστήκη Pl.Tht.208e, 3a sg. ἀπεστήκεε Hdt.5.37; fut. perf. ἀφεστήξω Pl.R.587b, X.An.2.4.5]
A
οὐ μὲν κ' ἄλλη γ' ὧδε γυνὴ ... ἀνδρὸς ἀφεσταίηninguna otra mujer permanecería así, apartada de su marido, Od.23.101,
ἀληθοῦς ἡδονῆς καὶ οἰκείας ὁ τύραννος ἀφεστήξειPl.R.587b,
ἀφεστηκέναι ... τῆς ἀκοῆςArist.Aud.801a39,
μέγεθος καὶ σμικρότης ... ἀφέστατονPl.Prm.161d
•abs.
τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε;¿por qué os mantenéis aparte de la lucha? Il.4.340,
Αἴαντος ψυχὴ ... νόσφιν ἀφεστήκειOd.11.544,
πόλλον ἀφεσταότεςIl.17.375
•
ὦτα ἀφεστηκόταorejas separadas, salientes, PLond.1209.12 (I a.C.)
•
πίεξις ... ὥστε τὰ ἐπικείμενα μὴ ἀφεστάναιla presión que sea de modo que las vendas no queden flojas Hp.Off.8
•
τί λέγω τὰ μακρὰν καὶ τόποις καὶ χρόνοις ἀφεστηκότα¿por qué voy a hablar de cosas tan distanciadas en lugar y tiempo? D.S.13.22
•en mat. de dos elementos geométricos
ὅσον γὰρ τὸ δοθὲν σημεῖον τῆς δοθείης εὐθείας ἀφέστηκενProcl.in Euc.377.7
•c. otros temas apartarse c. gen. o prep. y gen.
κελεύω ... μηδ' ἀφεστάναι φρενῶνos ordeno que no os apartéis de lo razonable S.Ph.865,
ποίων δ' ἂν ἔργων ἢ πόνων ἢ κινδύνων ἀπέστησανIsoc.4.83, cf. 9.29,
ἀ. τῶν πραγμάτωνapartarse de los negocios D.10.1,
τῆς πολιτείαςD.18.308, cf. ICr.1.9.1.105 (Dreros III a.C.),
ἀπὸ τῆς λειτουργίαςLXX Nu.8.25,
τῆς ... συνοδίαςEus.HE 4.11.1,
τῆς ἐκκλησίας ἀποστῆναιhacer apostasía Philost.HE 2.1.
2 c. mov. hacia atrás alejarse, retirarse, echarse atrás abs.
παλίνορσος ἀπέστηIl.3.33,
ἀποσταθῶμεν πράγματος τελουμένουA.Ch.872,
ὡς γραφεύς τ' ἀποσταθείςy situándote a distancia como un pintor E.Hec.807,
ἀποστᾶσ' ἐκποδώνE.Hel.1023,
οὐδέν τι μᾶλλον ἀφίσταμαιPl.Tht.169b
•c. ac. direcc.
ἐς ἄλλο σχῆμα ἀποστάντες βίουalejándoos hacia otro modo de vida e.d. muriendo E.Med.1039,
εἰς ἐχυρὸν χωρίον ἀποσταίηX.An.2.5.7,
ἐς Ἰθώμην ἀπέστησανse retiraron al Itome Th.1.101,
πρός τινα τόπον ἀποστάντεςPlb.8.27.4
•c. dat.
ἀποστήσομαι ... Θρῃκίme alejaré del tracio E.Hec.1054
•tb. dejar paso
ἀφέστατε δῆλον ὅτι αὐτῷes claro que le habéis cedido el paso D.8.37.
3 renunciar, abstenerse
ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεοςresulta difícil renunciar al carácter de siempre Ar.V.1457,
φόνουE.Or.1544, cf. IT 912,
οὐδενὸς ἀποστήσονται ὅσα ἂν δίκαια λέγητεno rechazarán ninguna propuesta que sea justa Th.4.118, cf. Plu.Lyc.6,
ἀπόστηθι τῆς κατηγορίαςCharito 5.7.7
•esp. de bienes y derechos, etc.
ἁπάντων ... τούτων ... ὧν εἷλεν ἀποστάςD.21.181, cf. 19.147, 35.44,
ἀποστὰς τῶν πατρῴωνX.Cyn.3.3
•c. inf. abstenerse de
ἐγὼ δ' ἀπέστην τοῦτ' ἐρωτῆσαιme abstuve de preguntar E.Hel.536,
οὐκ ἀποστήσομαι δὲ εἰπεῖνD.Chr.38.8
•c. part. cesar
ἀποστήσονται ζητοῦντες τὴν ἀλήθειανClem.Al.Strom.7.16.93
•abs. desistir, cesar, renunciar
ἀφίσταμαιPi.O.1.52, cf. P.4.145,
μὴ τοίνυν ἀφιστώμεθα μηδενὶ τρόπῳPl.Lg.960e,
οὐκ ἀποστησόμεθαPSarap.51.16 (II d.C.),
ἀπέστησαν δ' οὐy no cesaron de perseguirlo, Longus 2.17.3.
4 en cont. políticos y militares, c. gen. o ἀπό y gen. hacer defección, rebelarse
ἀπ' αὐτῶν Μῆδοι ἤρξαντο ἀπίστασθαιHdt.1.95,
τῶν ἈθηναίωνTh.1.62, 75,
ἀπὸ τὸ δμ τ ἈθναίνIG 13.40.21 (V a.C.), cf. 13.14.23 (V a.C.),
τῆς τῶν Μεσσηνίων συμμαχίαςPlb.4.15.9,
τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείαςPlb.3.5.6,
τῆς εὐνοίας τῆς ἐκείνωνPlb.10.37.10,
βασιλέωςCharito 4.7.1
•c. εἰς, πρός y ac. hacer defección pasándose a
ἀπὸ τοῦ ψαμμετίχου ... ἐς ΑἰθιοπίηνHdt.2.30,
Ἀθηναίων πρὸς ΧαλκιδέαςTh.5.82,
σφῶν ἐς δημοκρατίανTh.8.90,
ὑπὸ Τισσαφέρνουςpor instigación de Tisafernes Th.8.35
•abs. rebelarse
συμμάχων ἀπεστεώτωνHdt.1.102,
οἱ ἀποστάντεςlos rebeldes, A.Al.(?) en POxy.2690.2.1 (III a.C.)
•de esclavos huir, fugarse Hdt.2.113,
δοῦλος ἀφεστώςLys.23.7.
II medic.
1 retirarse de su lugar natural, salirse gener. para formar un absceso, de líquidos y humores orgánicos
ἀφιστάμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶνPl.Ti.84a,
ἀφίστασθαι εἰς ἄρθραHp.Aph.4.74
•de la matriz
ἀπὸ τῆς γαστρόςHp.Mul.2.128
•de huesos, piel, etc. exfoliarse Hp.Aph.6.45, X.Eq.1.5.
2 hincharse
τὰ ἀφιστάμεναlas partes hinchadas Hp.Mul.1.98.
III c. part. aor. sigm. y numerales estar a una distancia, distar gener. c. ac. de extensión en el espacio
ἀποστήσαντες ὧν ὅσον τε δύο στάδιαHdt.9.23,
πεντήκοντα πόδας ἀφ' ἑκατέρων ἀποστήσαντεςPlb.6.29.6, cf. 8.33.4.
B tr. en pres., fut. y aor. sigm.
I
τὸ δὲ ἀσθενέστατον (τοῦ στρατεύματος)X.HG 7.5.23,
Ἀργείων δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασθεE.Ph.1087,
τὰ συγκείμενα ἀπ' ἀλλήλων ἀφίστησιPl.Plt.282b,
τῆς ἐλάας ἀφιστὰς τὸν φλοιόνThphr.CP 3.3.2,
τῶν ὀφθαλμῶν τὰς χεῖραςAch.Tat.3.18.4
•geom. separar un cuadrante de circunferencia
τεταρτημοριαῖαν ... περιφέρειανProcl.Hyp.6.7
•de pers. abandonar
τούτους ἀφεστήκασιν ἡμέραν τρίτηνE.Fr.1006.
2 fig. del dolor, enfermedades, etc. quitar, suprimir
ἄχοςA.Ch.416,
οἱ ἀπόστασον χαλεπὰν νόσονquítale esa terrible enfermedad Call.Cer.103,
λεπροὺς ὄνυχαςDsc.2.96,
λεπίδαςGal.13.846
•de conspiraciones frustrar
ἀφιστάναι τὰς τῶν πολεμίων ἐπιβουλάςTh.1.93.
3 de pers. apartar, deponer del mando
Λυσιμένην τὸν ... ἄρχοντα ἀποστήσαςX.HG 7.1.45
•en v. pas. ser depuesto
τῆς ἀρχῆς τῶν νομοφυλάκων ἀφιστάσθωPl.Lg.928d
•hacer que se separe, incitar a la defección c. ac. de pers. o asimilado
τῶν βασιλέος συμμάχων ἀποστήσειν τοὺς ἀρίστουςHdt.8.19,
οὐ Χαλκιδέας ἀφίστατονAr.Eq.238,
τοὺς συμμάχουςTh.1.81,
Κορινθίους ἀποστήσαντες αὐτῶνAnd.3.22,
ἐπειρᾶτό σφεας ἀπὸ Κροίσου ἀφιστάναιHdt.1.76,
τοὺς ΛύδουςHdt.1.154,
ἀπέστησεν λαὸν ὀπίσω αὐτοῦrebeló al pueblo para que le siguiera, Act.Ap.5.37.
II
εἰ τοῖς ἀγορανόμοις ἀφισταίης ... ἀζήμιος ἂν γενέσθαιX.Smp.2.20,
τὰ χρυσία ... οὕτως ἀποστησάτωσανIG 7.303.19 (Oropo III a.C.),
ἀφίστησιν· σταθμῷ παραδίδωσινHsch.
•en v. med. hacer pesar
τὸν ... ἀποστησάμενον τὸν χαλκόνD.49.52.
2 pagar
ἀπέστηκα δραχμὰς η' ἀργυρίουUPZ l.c.
•en v. med. hacer pagar
δείδω μὴ ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖοςtemo que los aqueos nos hagan pagar la deuda, Il.13.745, cf. IG 13.52A.20 (V a.C.).