< ἀφιδάνης
Ἄφιδνα >
ἀφίδιν
,
τό
ict., n. de un
pez
llamado tb.
ἡδονὶς θαλασσία
Cyran
.1.7.15 (var. en cód. ἀφίδιον, ἀμφίβιον, ἀμφίδιον).